- ζωοφοβία
- ηιατρ. ψυχοπάθεια κατά την οποία καταλαμβάνεται κάποιος από αδικαιολόγητο φόβο με τη θέα και μόνο ορισμένων ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophobia < zoo- (πρβλ. ζω[ο]- [ΙΙ]*) + phobia (πρβλ. φοβία)].
Dictionary of Greek. 2013.