ζωοφοβία

ζωοφοβία
η
ιατρ. ψυχοπάθεια κατά την οποία καταλαμβάνεται κάποιος από αδικαιολόγητο φόβο με τη θέα και μόνο ορισμένων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophobia < zoo- (πρβλ. ζω[ο]- [ΙΙ]*) + phobia (πρβλ. φοβία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”